Διιστορικά αναντικατάστατο ‒και στις μέρες μας κυρίαρχο‒ μέσο για την εγχάραξη της ιδεολογίας αποτελεί η γλώσσα: η εμπρόθετη διαμόρφωση νοημάτων και όρων που οργανώνουν την πραγματικότητα σε διακριτές κατηγορίες, μέσω των οποίων όχι μόνο επικοινωνούμε αλλά και σκεπτόμαστε. Στο πλαίσιο αυτό, και καθώς η ιδεολογία (με τη στενή έννοια του όρου) αποσκοπεί στη συγκάλυψη και κανονικοποίηση υφιστάμενων κυριαρχιών, δεν πρέπει να προκαλεί έκπληξη ότι προβαίνει σε επιθετικές (επαν-)εννοιολογήσεις που κύριο χαρακτηριστικό έχουν τη θέσπιση ψευδών συζεύξεων (αλλά και ψευδών αντινομιών). Βασικό θύμα αυτών των πρακτικών είναι τα τελευταία χρόνια οι εν γένει «ριζοσπαστικές δράσεις» (που συλλήβδην εξομοιώνονται με την τρομοκρατία και το θρησκευτικό φονταμενταλισμό), όμως από το κάδρο των επιθέσεων δεν λείπει και η κεντρική έννοια του πεδίου, τα κοινωνικά κινήματα. Το πρόβλημα εδώ δεν είναι βέβαια νέο, και απηχεί την ‒παραδόξως;‒ελλιπή μεθοδολογική σκευή σημαντικών μελετητών του χώρου. Ως αποτέλεσμα ο φασισμός τείνει να εκλαμβάνεται ως «κίνημα», συνεπώς και τα κινήματα ως παρεμφερείς προς το φασισμό μορφές αν όχι (σε κάποιες ακραίες περιπτώσεις) ως ειδικές του υποκατηγορίες. Αναμετρώμενη με την τεράστια πρόκληση της εννοιολογικής ανασύστασης του όρου, η εισήγηση αυτή καταδεικνύει τον μεθοδολογικά άτοπο και ερευνητικά επισφαλή χαρακτήρα αυτής της πρακτικής, και αξιοποιεί εργαλεία της ιστορικής σημασιολογίας προκειμένου να υποστηρίξει τη συμπερίληψη των «περιεχομένων πολιτικής» στα καθοριστικά γνωρίσματα του κοινωνικού κινήματος. Στη βάση αυτή επιχειρείται επίσης συνοπτικό περιδιάβασμα των αλυσιτελών τρόπων με τους οποίους επιχειρήθηκε η αντιμετώπιση του φασισμού κατά το Μεσοπόλεμο.